- παγέντας
- πάσσωsprinkleaor part pass masc acc plπήγνυμιAër.aor part pass masc acc plπᾱγέντας , πήγνυμιAër.aor part pass masc acc pl (doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συναναγκάζω — ΝΜΑ αναγκάζω από κοινού με άλλον ή άλλους κάποιον να κάνει κάτι αρχ. 1. χρησιμοποιώ επίσης πίεση 2. εκτελώ επίσης με τη βία 3. (το παθ.) συναναγκάζομαι επιβάλλομαι με τη βία («κακῶς παγέντας ὅρκους καὶ συνηναγκασμένους», Ευρ.) … Dictionary of Greek